- κελευστῶν
- κελευστήςboatswainmasc gen plκελευστόςorderedfem gen plκελευστόςorderedmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκσιωπώ — ἐκσιωπῶ ( άω) (Α) 1. εξαναγκάζω κάποιον να σωπάσει 2. (αμτβ.) σιωπώ εντελώς («τῶν κελευστῶν ὑπὸ θαύματος ἐκσιωπησάντων», Αρριαν.) … Dictionary of Greek